Author Topic: Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία  (Read 108 times)

0 Members and 1 Guest are viewing this topic.

Wotan

  • Κατσίβελος
  • *
  • Posts: 5
  • Gender: Male
  • EXITUS ACTA PROBAT
  • Location: Valhalla
    • View Profile

Την έκτη πρωινή ώρα της έκτης του Ιανουαρίου του 1901 ακούστηκε σε όλο το χωριό ήχος οξύς σαν λεπίδι να ξύνεται σε κόκαλο. Πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια και ρίχνοντας πάνω μια πρόχειρη κάπα τρέξαμε στις πόρτες να δούμε τι χαμός εγίνονταν. Βάραγαν με φούρια τα μεντεσέδια από τα σπίτια ολούθε, μιας και γερός αγέρας είχε σηκωθεί, ευθύς βγαλμένος από το λαρύγγι του Βορρά. Κάθε πόρτα έστεκε ανοιχτή κι ήμασταν όλοι κουρνιασμένοι στις σκιές τους, με τα αυτιά να τρίζουν ακόμη από τον φαρμακερό ήχο. Είχαμε μεριμνήσει ευτυχώς, κρατώντας τις σόμπες πυρωμένες, κι έτσι μας παρηγορούσε η μυρωδιά του πουρναριού. Οι χριστιανοί σταυροκοπιόντουσαν και αλαφιάζανε γιατί ξημέρωνε των Φώτων για αυτούς, και δεν το θεωρούσαν καλό σημάδι αυτόν τον χαλασμό χρονιάρα μέρα. Ήμασταν κι εμείς αγριεμένοι, και κατεβήκαμε μέχρι το ποτάμι να δούμε τι συνέβαινε - γιατί ξημέρωνε μέρα ευλογημένη για τα νερά, κι αυτά ήταν που θα μας έδιναν φώτιση αν ήθελαν.

Στην όχθη βρήκαμε τη γερο-Φώτω, τη γηραιότερη του χωριού, αυτή που είχε δει τρισέγγονο και είχε θάψει εγγόνι. Κράταγε στο αριστερό της χέρι ένα ματσάκι βασιλικό, και στο δεξί έναν κουβά ξέχειλο με νερό. Όπως ήταν η παράδοση, θα πέρναγε από κάθε κατώι και στάβλο του χωριού, για να ευλογήσει τα ζωντανά με το που έφεγγε ο ήλιος, σταλάζοντας λίγες σταγόνες στο μέτωπο του καθενός. Οι χριστιανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι την τελετή, αλλά δεν τόλμαγαν να απαγορέψουν το ευλόγημα των δικών τους ζωντανών, γιατί ήξεραν πως από αυτό το έθιμο εξαρτιόταν το πόσο γόνιμα θα ήταν τα ζώα τους.

Ρωτήσαμε τη Φώτω αν είχε δει τίποτα που να ερμήνευε το θόρυβο, μα αυτή μας έκανε νόημα να σωπάσουμε και να κουρνιάσουμε χάμω, κοιτώντας έπειτα προς την αντίπερα όχθη. Εκεί ήταν που φάνηκε ομίχλη πολύχρωμη λες και κάποιος γίγαντας είχε πάρει το ουράνιο τόξο και το είχε στουμπίσει με το γουδοχέρι μέχρι να γίνει θρύψαλα, κι έπειτα είχε σκορπίσει τη σκόνη για να κάνει κουρνιαχτό. Και μέσα από την ομίχλη ξεπρόβαλε σιωπηλή πομπή πορφυροκαλυμένη, πέντε μορφές καζακωμένες και κουκουλωμένες, έτσι που δεν έβλεπες μήτε πρόσωπο μήτε χέρι ή πόδι.

Κουβάλαγαν οι τέσσερις από δαύτες ένα τραγί κατάμαυρο, μεγάλο σα μοσχάρι - το είχαν στα χέρια τους πάνω λες και ήταν τόσο πολύτιμο ζωντανό που δεν έπρεπε να αγγίξει η οπλή του το ταπεινό το χώμα. Μπρος πήγαινε ο πέμπτος, που σαν έφτασε στην όχθη έβγαλε μια κοσιά αστραφτερή, και ενώ οι άλλες τέσσερις μορφές χαμήλωναν το κριάρι στο νερό, αυτός του έκοψε πέρα ως πέρα το λαιμό, και άφησε όλο το αίμα να χυθεί και να σκουρήνει τον ποταμό. Έπειτα οι πέντε φύγανε εξίσου σιωπηλά με όπως είχαν έρθει, αφήνοντας πίσω το κουφάρι της θυσίας. Πήγαμε και το περιεργαστήκαμε, και είδαμε ότι η μια οπλή ήταν σπασμένη. Λίγες οργιές πιο πέρα, προς τη μεριά του χωριού, είδαμε στο έδαφος μια τρύπα μεγάλη, που μέχρι χτες δεν υπήρχε - ήταν λες και η Γης είχε σπάσει εκεί.

Από τότε και για ένα χρόνο το νερό του ποταμιού γιάτρευε ανθρώπους και ζωντανά, ενώ η τρύπα στο έδαφος γέμιζε σιγά σιγά με κόκαλα που κανείς μας δεν ξέρει από που προήλθαν. Σαν πέρασαν τα Φώτα του επόμενου έτους, το νερό ξαναέγινε κανονικό και η τρύπα χάθηκε.